- υπερβατικώς
- Μεπίρρ. βλ. υπερβατικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπερβατικῶς — ὑπερβατικός delighting in hyperbata adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπερβατικός — ή, ό / ὑπερβατικός, ή, όν, ΝΜΑ [ὑπερβαίνω] νεοελλ. 1. (φιλοσ.) αυτός που βρίσκεται πέρα από τα όρια τής εμπειρικής γνώσης και μπορεί να γίνει αντιληπτός μόνον στα πλαίσια τής καθαρής νόησης 2. το ουδ. ως ουσ. το υπερβατικό (φιλοσ.) ό,τι… … Dictionary of Greek